επιφιλοτιμούμαι

επιφιλοτιμούμαι
ἐπιφιλοτιμοῦμαι, -έομαι (AM)
προσφέρω με αφθονία, χαρίζω φιλότιμα («ὁ θεός... ἐπεφιλοτιμήσατο ζωὴν χρονιωτέραν», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοτιμούμαι (< φιλό-τιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσεπιφιλοτιμούμαι — έομαι, Μ δίνω ακόμη πιο πλούσιο δώρο, δείχνω ακόμη μεγαλύτερη γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιφιλοτιμοῦμαι «προσφέρω πλούσια δώρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”